- μπρασελέ
- bracelet
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπρασελέ — το είδος μεταλλικού κατασκευάσματος που χρησιμοποιείται ως βραχιόλι για τη στήριξη ρολογιών χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. bracelet, υποκορ. τού bras «βραχίονας» < αρχ. γαλλ. braz < λατ. bracchium < βραχίων] … Dictionary of Greek